1.5.12

Η κρίση και η στρατηγική της Αριστεράς για το ξεπέρασμά της του Γιάννη Μηλιού






1)Διανύουμε μια οικονομική κρίση, ποια είναι κατά την άποψή σας τα αίτια, η μορφή και η έκταση της;

Αυτό από το οποίο πάσχει το κεφάλαιο στην κρίση, δεν είναι η έλλειψη ζήτησης, αλλά η έλλειψη υπεραξίας. Υπάρχει μια καταπληκτική ανάλυση του Μαρξ στα Grundrisse που λέει τα εξής περίπου: «κάθε καπιταλιστής θέλει οι εργάτες του να παίρνουν όσο το δυνατόν χαμηλότερο μισθό έτσι ώστε να είναι πιο υψηλά τα κέρδη του, γιατί το προϊόν, η νέα αξία που παράγεται διανέμεται σε μισθούς και κέρδη, άρα τα κέρδη αυξάνουν όταν οι μισθοί πέφτουν. Συγχρόνως, όμως, θέλει οι εργάτες όλων των άλλων καπιταλιστών να έχουν όσο το δυνατόν υψηλότερο μισθό για να αγοράζουν τα προϊόντα που αυτός παράγει στην επιχείρησή του». Αυτή η δομική-συστημική αντίφαση, στην κρίση λύνεται με την ενίσχυση της κύριας όψης της, που είναι η σχέση του κάθε καπιταλιστή με τους δικούς του εργάτες. Και πάντα στις κρίσεις έχουμε μια επίθεση στο εισόδημα και στα δικαιώματα των εργαζομένων, μια στρατηγική αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου υπέρ του κεφαλαίου.
Η παρούσα παγκόσμια κρίση είναι όπως όλες κρίση υπερσυσσώρευσης και ξεκίνησε από τη χρηματοπιστωτική σφαίρα. Σε σύντομο διάστημα έπληξε τις τράπεζες σε ΗΠΑ, Ευρώπη κλπ. Από τη στιγμή που τα κράτη αρχίζουν να δημιουργούν μηχανισμούς προστασίας για τις τράπεζες, η κρίση εξελίσσεται σε κρίση δημόσιου χρέους. Η κρίση δημόσιου χρέους ξεσπά πρώτα στο Ντουμπάι, μετά στην Ευρωζώνη και μετά σε όλες τις χώρες. Το χρέος εκτινάσσεται. Στην Ευρωζώνη αυτό το μεγάλο χρέος (καίτοι μικρότερο της Ιαπωνίας) αρχίζει να εκδηλώνει χαρακτηριστικά χρηματοπιστωτικής αφερεγγυότητας (insolvency). Τι σημαίνει αυτό; Ότι στην Ευρώπη, αυτοί που δανείζουν τα κράτη / τους κρατικούς προϋπολογισμούς, δε θέλουν πια να δανείσουν. η απόλυτα νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική της Ε.Ε., δηλαδή οι συνθήκες του Μάαστριχτ, της Λισαβόνας κλπ., απαιτεί ότι όλα τα προβλήματα σχετικά με το δημόσιο χρέος των κρατών-μελών θα τα επιλύουν άμεσα οι απελευθερωμένες χρηματαγορές, χωρίς την προστατευτική παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Μάλιστα οι Ευρωπαίοι ηγέτες εν πολλοίς επιτάχυναν την κρίση χρηματοπιστωτικής αφερεγγυότητας (για να την χρησιμοποιήσουν ως όπλο εναντίον των εργαζομένων). Ο μηχανισμός αυτός μετέφερε τη χρηματοπιστωτική αφερεγγυότητα του δημόσιου χρέους από τη μία χώρα της Ευρωζώνης στην άλλη, και έτσι, σήμερα έχουμε όχι απλώς την Ιρλανδία και την Πορτογαλία αλλά την Ισπανία και Ιταλία, με την τελευταία π.χ. να δανείζεται με 6,5% ή 7%, σε μια στιγμή που οι δύο αυτές χώρες έχουν ανάγκη δημόσιου δανεισμού περίπου 10 δις την εβδομάδα για ένα ολόκληρο χρόνο (κάθε βδομάδα, δηλαδή, να δανείζονται 10 δις με σχεδόν απαγορευτικά επιτόκια).


2) Ο τρόπος με τον οποίο οι κυρίαρχοι (πολιτική εξουσία κ Ευρωπαϊκή Επιτροπή) προσπαθούν να την επιλύσουν, δίνει λύση; αν ναι αυτή ποιους αφορά;

Την κρίση χρέους, η οποία είναι όψη της συνολικής κρίσης υπερσυσσώρευσης, θεωρούν οι κυρίαρχες δυνάμεις ότι μπορούν να την χρησιμοποιήσουν σαν το εφαλτήριο, το εργαλείο, την αφετηρία, για να πετύχουν ένα πολύ μακρόπνοο σχέδιο: την αντιδραστική αναδιάρθρωση των κοινωνιών της Ευρώπης. Την αναδιανομή του εισοδήματος μέσα από το κόψιμο του μισθού, την εξαφάνιση του κοινωνικού μισθού, την ενίσχυση του εργοδοτικού δικαιώματος και της αυθαιρεσίας του επιχειρηματία και του κεφαλαίου μέσα από την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και των δικαιωμάτων, τη διακυβέρνηση τέλος με τρόπους «έκτακτης ανάγκης». Αυτή είναι η στρατηγική τους και, βεβαίως, αυτή η πολιτική των περικοπών δημιουργεί ύφεση.

3) Πολλοί ισχυρίζονται πως η λύση για την κρίση στην Ελλάδα θα ήταν μεταξύ άλλων η έξοδος από την ευρωζώνη, εσείς τι γνώμη έχετε;

Κομμάτια της Αριστεράς εγκλωβίζονται στην αστική ιδεολογία που ερμηνεύει την πάλη των τάξεων ως «πάλη των εθνών»: Οι «ξένες δυνάμεις» και τα «ξένα» συμφέροντα εναντίον της «Ελλάδας» και του «ελληνικού έθνους». Ένα ερμηνευτικό σχήμα από το οποίο απορρέει μονοσήμαντα ως ζητούμενο η βελτίωση της θέσης  της «χώρας» απέναντι στους διεθνείς ανταγωνιστές της, σαν προϋπόθεση για να βελτιωθεί κατόπιν η θέση των εργαζομένων. Στη σημερινή συγκυρία κρίσης του δημόσιου χρέους, η «εθνική λύση» που προτείνει ο αριστερός καθεστωτικός μεταρρυθμισμός συμπυκνώνεται στο σύνθημα «έξω από το ευρώ και την ΕΕ». Η ροή των επιχειρημάτων είναι μια απλοϊκή εξειδίκευση της «εθνικής αφήγησης»:
-    Η ένταξη στην ΕΕ και ιδίως στο ευρώ ζημίωσε τη «χώρα». Αυτό αποδεικνύεται κυρίως από τη διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο εμπορίου υλικών αγαθών και υπηρεσιών (ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών).
-    Με την έξοδο από το ευρώ και την υιοθέτηση της «νέας δραχμής» (ν.Δρ.), η «χώρα» θα αποκτήσει ανεξάρτητη νομισματική πολιτική. Η ν.Δρ. θα υποτιμηθεί, έτσι θα αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των εγχωρίως παραγόμενων εμπορευμάτων, οι εξαγωγές της «χώρας» θα αυξηθούν και οι εισαγωγές «της» θα μειωθούν, θα υπάρξουν ψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, οι οποίοι θα επιτρέψουν και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Παράλληλα θα καταστεί απαραίτητο να κρατικοποιηθούν οι τράπεζες και να τεθούν περιορισμοί και αυστηροί έλεγχοι στις διεθνείς κινήσεις κεφαλαίου.
-    Για να επιτευχθούν οι πολιτικές αυτές απαιτείται ασφαλώς μια αριστερή ή έστω προοδευτική κυβέρνηση, που θα εκφράζει τα συμφέροντα της «χώρας» και της «ανάπτυξης».
Η εθνική αυτή αφήγηση διαλύεται αν εστιάσουμε στα ταξικά συμφέροντα και στις ταξικές στρατηγικές. Το ελληνικό κεφάλαιο δεν έχει συμφέρον, ούτε επιθυμεί, την έξοδο από το ευρώ, πολύ περισσότερο την ΕΕ. Μιλώντας γενικά, το κεφάλαιο είναι «αμφίσημο» απέναντι στην προοπτική υποτίμησης του εσωτερικού νομίσματος: Η υποτίμηση από τη μια μεριά αυξάνει τη διεθνή του ανταγωνιστικότητα, από την άλλη όμως μειώνει τη διεθνή «αγοραστική ισχύ» του, απαξιώνει τα περιουσιακά του στοιχεία και την επενδυτική του δυνατότητα. Σαν αποτέλεσμα, κατά τη σημερινή φάση διεθνοποίησης του καπιταλισμού, οι ηγεμονικές μερίδες του κεφαλαίου στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες προκρίνουν συστηματικά τις πολιτικές σκληρού νομίσματος.
Οι δυναμικές και διεθνοποιημένες μερίδες του κεφαλαίου που δραστηριοποιείται στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό θα θιγούν λιγότερο από την απαξίωση της διεθνούς αξίας των παγίων εγκαταστάσεων, στην περίπτωση που υποτιμηθεί η «νέα Δραχμή» (ν.Δρ.), καθώς διατηρούν σημαντικό τμήμα των κεφαλαίων τους σε διεθνές νόμισμα. Θα επιχειρήσουν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους μεγαλύτερο τμήμα των κλάδων και επιχειρήσεων της χώρας, θα αξιοποιήσουν τον χρηματοπιστωτικό πανικό και τη δολαριο-ποίηση ή ευρω-ποίηση της εγχώριας οικονομίας κατά την πρώτη περίοδο μετά την εισαγωγή ενός «μαλακού» εθνικού νομίσματος (συνύπαρξη της ν.Δρ. με το ευρώ ή το δολάριο) για την περαιτέρω απαξίωση της εργασίας. Επιπλέον, θα επιδιώξουν ενδεχομένως να επαναδιαπραγματευτούν το δημόσιο χρέος με το ΔΝΤ και άλλα κέντρα που λειτουργούν ως μηχανισμοί σταθερότητας του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος (δηλαδή εργάζονται για τη σταθερότητα του καπιταλισμού σε κάθε καπιταλιστική χώρα), με όρους που θα ενισχύουν ακόμη περισσότερο την ισχύ τους απέναντι στην εργασία. Σταθεροποιώντας όλα εκείνα τα μέτρα που ο Μαρξ περιέγραψε ως απόσπαση απόλυτης υπεραξίας.
Αντίθετα, οι εργαζόμενοι θα δουν την αγοραστική τους δύναμη να εξανεμίζεται, καθώς η αυξημένη τιμή των εισαγόμενων πρώτων υλών και παγίων μέσων παραγωγής θα μετακυλίεται στην τελική τιμή του προϊόντος, καθώς οι τιμές των εισαγόμενων θα εκτινάσσονται, καθώς ο χρηματοπιστωτικός και οικονομικός πανικός θα αποτελεί εφαλτήριο για περαιτέρω μειώσεις μισθών, στέρηση δικαιωμάτων, κατάργηση και των τελευταίων δομών κοινωνικής προστασίας.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι με δεδομένους τους σημερινούς ταξικούς συσχετισμούς δύναμης, δεν είναι προς το συμφέρον των δυνάμεων της εργασίας η έξοδος από το ευρώ (και την ΕΕ), καίτοι η προοπτική αυτή δεν αποτελεί επίσης επιδίωξη του κεφαλαίου. Η άποψη ότι το σύνθημα «έξω από το ευρώ» θα αποτελέσει τον καταλύτη για να αλλάξει ο ταξικός και πολιτικός συσχετισμός δύναμης, αποτελεί μια ακόμα φαντασίωση του καθεστωτικού μεταρρυθμισμού, εφάμιλλη ίσως σε οικονομιστικό και μηχανιστικό περιεχόμενο με εκείνη την αρχαία πεποίθηση ότι η «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» οδηγεί στον σοσιαλισμό.

4) Ποια είναι κατά τη δική σας άποψη η λύση στην κρίση, και τι πρέπει να κάνουμε;

Στη συγκυρία της κρίσης πρώτο μέλημα της Αριστεράς δεν μπορεί να είναι άλλο από την οργάνωση της άμυνας των δυνάμεων της εργασίας. Απαραίτητο βήμα γι’ αυτό είναι η αποδόμηση της κυρίαρχης προπαγάνδας σχετικά με την κρίση, τα αίτιά της και την αναγκαιότητα των κυβερνητικών μέτρων.
Είναι σημαντικό να δειχθεί ότι δεν μπορεί να υπάρξει μία καθολικά αποδεκτή μεθοδολογία για την έξοδο από την κρίση («για το καλό της χώρας»). Κάθε πρόταση φέρει μαζί της μια συγκεκριμένη ταξική οπτική και μεροληψία. Κάθε πρόταση στηρίζεται και σε διαφορετικές προτεραιότητες. Από τη μία μεριά υπάρχουν τα ζητήματα της ανάκαμψης της κερδοφορίας, αλλά και της διαχείρισης του χρέους, και από την άλλη μεριά υπάρχουν τα ζητήματα της ανεργίας, των μισθών, των εργασιακών δικαιωμάτων, του κοινωνικού ελέγχου και της οργάνωσης της αλληλεγγύης.
Με άλλα λόγια, υπάρχουν δύο δρόμοι εξόδου από την κρίση. Η έξοδος σε βάρος της κερδοφορίας και των προνομίων του κεφαλαίου και η έξοδος σε βάρος των δικαιωμάτων και των κατακτήσεων του κόσμου της δουλειάς.
Αυτό σημαίνει ότι έχει τεράστια πολιτική σημασία η σειρά των στόχων: Ξεκινάμε από τα ζητήματα προστασίας της εργασίας, αναδιανομής του εισοδήματος και κοινωνικού ελέγχου σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας και κοινωνίας – όπως το τραπεζικό σύστημα, η υγεία και η εκπαίδευση – και τα επεκτείνουμε σε μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης των δημόσιων οικονομικών, που μετατοπίζουν παράλληλα υπέρ της εργασίας το συσχετισμό των δυνάμεων: αύξηση των φορολογικών συντελεστών του κεφαλαίου στο 40% των κερδών, κατάργηση φοροαπαλλαγών, φορολόγηση εκκλησιαστικής περιουσίας, μείωση των στρατιωτικών δαπανών κατά 50%, αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης για την ενίσχυση των κοινωνικών λειτουργιών, τη διαφάνεια και τον δημόσιο έλεγχο, την αύξηση της αποτελεσματικότητας, κλπ.
Στη συνέχεια και μόνο στη βάση των προηγούμενων θέτουμε ζητήματα που αφορούν την κρίση χρέους καθαυτή, όπως η επαναδιαπραγμάτευσή του με όρους που να μη θίγουν τις συνθήκες διαβίωσης και τα δικαιώματα της εργασίας, η δημιουργία κρατικής τράπεζας ειδικού σκοπού για τη διαχείριση του δημόσιου χρέους έξω από το πλαίσιο που ορίζουν οι χρηματαγορές κλπ.
Το επιχείρημα ότι μια τέτοια μετατόπιση του ταξικού συσχετισμού δύναμης υπέρ της εργασίας θα οδηγήσει το συνολικό-κοινωνικό κεφάλαιο σε μόνιμη κρίση, επενδυτική αποχή και παρακμή, με δραματικές επιπτώσεις και για την ίδια την εργασία (ανεργία κ.ο.κ.) είναι ταυτόχρονα αντιδραστικό και λανθασμένο. Αντιδραστικό, διότι υπαινίσσεται ότι οι δυνάμεις τις εργασίας πρέπει να παραμείνουν εγκλωβισμένες, στην καλύτερη περίπτωση, στον καθεστωτικό μεταρρυθμισμό, υπάγοντας τα δικά τους συμφέροντα σε εκείνα του κεφαλαίου, διεκδικώντας απλώς ψίχουλα στις συγκυρίες άνθισης του καπιταλισμού. Λανθασμένο, διότι το κεφάλαιο, ως η κυρίαρχη τάξη μέσα στην πάλη των τάξεων, διατηρεί πάντα, μέχρι την ανατροπή της εξουσίας του, πλειάδα μεθόδων και δρόμων υπεράσπισης της κερδοφορίας του. Για παράδειγμα, όταν ο δρόμος της απόλυτης υπεραξίας (μείωση μισθών, διάλυση του κοινωνικού κράτους, εντατικοποίηση της εργασίας) παύει να είναι πρόσφορος, λόγω της συνδικαλιστικής και πολιτικής ενίσχυσης της εργατικής τάξης, στρέφει όλες του τις δυνάμεις στη σχετική υπεραξία (αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας μέσα από τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της παραγωγικής διαδικασίας)

5) Ποιο είναι το κοινωνικό-οικονομικό μοντέλο που απαντά στις ανάγκες του κόσμου της εργασίας, και πώς μπορούμε να το οικοδομήσουμε στο σήμερα;

Η οξεία οικονομική κρίση, οι απολύσεις και η ανεργία έχουν κλονίσει παλιές βεβαιότητες για την αποτελεσματικότητα μιας οικονομίας που στηρίζεται στις εμπορεύσιμες αξίες με αποκλειστικό στόχο την παραγωγή κέρδους. Και δεν φαντάζουν εξωπραγματικές οι σκέψεις για μια άλλη οικονομία που στοχεύει στην παραγωγή αγαθών για την ικανοποίηση των αναγκών των πολιτών της σύγχρονης κοινωνίας, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα μιας κοινωνίας «των ευκαιριών», της παντοκρατορίας του χρήματος ως υπέρτατης αξίας της κοινωνίας.
Η θέση ότι οι ανάγκες δεν είναι εμπορεύματα, αναδεικνύει δυο κρίσιμους άξονες:
* τη σημασία της κοινωνικής αλληλεγγύης για να διαμορφώσει κανείς την οικονομική διάσταση των λύσεων,
* την αναγκαιότητα του κοινωνικού ελέγχου ώστε να έρθει η πολιτική της πλειοψηφίας και των κινημάτων στο προσκήνιο.
Και οι δυο έννοιες αντιστρατεύονται καταστατικά τον σύγχρονο λαβύρινθο των θεσμών και των «εκπροσωπήσεων», βρίσκονται στη βάση της οικονομίας των αναγκών.
Είναι αναγκαίο να υπάρξει κοινωνικός έλεγχος για να σπάσουν τα στεγανά των διαμεσολαβήσεων του κράτους και των καπιταλιστικών θεσμών. Αλλά ο κοινωνικός έλεγχος προϋποθέτει την ενεργό συμμετοχή των εργαζομένων, των πολιτών, με θεσμούς εκπροσώπησης και μηχανισμούς ουσιαστικής παρέμβασης που θα λειτουργούν με γνώμονα την κάλυψη των αναγκών και όχι τη δημιουργία νέων αξιών στην οικονομική του καζίνο. Η ζωή και οι ανάγκες των ανθρώπων δεν παίζονται σε κανένα καζίνο, όσο σύγχρονο και αν είναι!
Mέσα από τις κινηματικές τους συλλογικότητες, που αντιπαραθέτουν τη λογική των ανθρώπινων αναγκών και του κοινωνικού ελέγχου στη λογική της αξιοποίησης του κεφαλαίου και στον καταναγκασμό του κέρδους, οι εργαζόμενοι θα συνειδητοποιούν ότι προϋπόθεση για την αλλαγή πορείας είναι ο ριζικός μετασχηματισμός των πολιτικών συσχετισμών δύναμης: Η απαξίωση της καπιταλιστικής λογικής του κέρδους προϋποθέτει και συνεπάγεται την πολιτική ενίσχυση της ριζοσπαστικής Αριστεράς, της Αριστεράς των κινημάτων και του αντικαπιταλιστικού-σοσιαλιστικού οράματος, που υπερασπίζεται τα συμφέροντα της πλειοψηφίας (των εργαζομένων, της νεολαίας, των συνταξιούχων…) ως αυτοσκοπό, κι όχι ως μέσο για να εξέλθει ο καπιταλισμός από την κρίση του.

 ------------------------------------------------------------------------------------------------------

Ο Γιάννης Μηλιός είναι Μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ και της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΝ
Υπεύθυνος  Οικονομικής Πολιτικης.
Καθηγητης  Πολιτικής Οικονομίας
ΕΜΠ

Υποψήφιος στην Α΄Αθήνας
ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ

Δεν υπάρχουν σχόλια: