28.11.11

Βία και Αριστερά: το μάθημα της Ιταλίας

 

Συναρπαστική όσο και δραματική, η εμπειρία της Ιταλίας μετά το ΄68 δείχνει από κοινού τα όρια, τόσο μιας ενδεχόμενης αυταρχικής εκτροπής του κράτους (σε καιρούς, βεβαίως, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας...), όσο και τα αδιέξοδα μιας «κριτικής των όπλων» που την εποχή εκείνη επέλεξαν σημαντικα τμήματα της ιταλικής άκρας Αριστεράς
 
Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου


Μια συζήτηση για τη σχέση βίας και αριστεράς χρειάζεται, κατά τη γνώμη μου, να κρατάει αποστάσεις από δύο πολύ γνώριμες ιδεολογικές «συνήθειες».

Η πρώτη από αυτές, η «αριστερή», είναι να λέμε ότι στον καπιταλισμό «τα πάντα είναι βία». Όμως, όση βία κι αν χρειάστηκε για να επιβληθούν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, κι όση βία κι αν απαιτείται και σήμερα για την πειθάρχηση των «επικίνδυνων τάξεων», αν τα πάντα είναι βία, τότε τίποτα δεν είναι βία· για να το πω πιο μαρξιστικά, κάνοντάς τα όλα βία, δεν μπορούμε να μιλάμε για το επίπεδο της ιδεολογίας ως ιδιαίτερο επίπεδο - άρα δεν μπορούμε και να σκεφτούμε την αντικαπιταλιστική στρατηγική ως κάτι περισσότερο από προετοιμασία για τη σύγκρουση της «Μεγάλης Νύχτας».

Η δεύτερη συνήθεια, συμμετρική με την πρώτη, είναι να θεωρούμε τη μεταπολεμική Ευρώπη ως ιδεώδες παράδειγμα δημοκρατίας, θεωρώντας τη δημοκρατία συνώνυμο της σταθερής και απρόσκοπτης λειτουργίας των θεσμών – συνεπώς: της μη βίας. Όμως, όση υποστήριξη κι αν βρίσκει μια τέτοια άποψη (κυρίως σε σοσιαλδημοκρατικές ερμηνείες του Γκράμσι), το να ξεχωρίζουμε ριζικά τη βίαιη κυριαρχία από την έμμεση εξουσία διανοητικής και ηθικής (ιδεολογικής) διεύθυνσης μέσω των θεσμών, σημαίνει να αγνοούμε κάτι πολύ σημαντικό: τη «μετάβαση» της βίας από την παραγωγή στους θεσμούς, συνθήκη που εξηγεί γιατί το σύγχρονο κράτος αποτελεί ξεχωριστή μορφή πολιτικής κυριαρχίας σε σχέση με παλιότερες· σημαίνει, με άλλα λόγια, να αγνοούμε τη μονοπώληση και συνταγματοποίηση της οργανωμένης βίας, το συνδυασμό σχέσεων συναίνεσης και σχέσεων καταστολής, έναν συνδυασμό που στην εποχή μας υλοποιείται στο πλαίσιο όλων των  κρατικών μηχανισμών.

Τα παραπάνω αφορούν την κρατική εξουσία, σχετίζονται όμως και με όσα κάνουν η Αριστερά και τα κινήματα αντίστασης όλων των εκδοχών. Από τη σκοπιά, λοιπόν, αυτών των τελευταίων, μου φαίνεται ενδιαφέρουσα η διάκριση «ρεπερτορίων» που επιχειρεί μια ορισμένη κοινωνιολογία των κοινωνικών κινημάτων - μια διάκριση ανάμεσα σε ειρηνική διαμαρτυρία, παρεμπόδιση και βίαιη δράση. Μου φαίνεται σημαντική, γιατί κάθε «ρεπερτόριο» κρύβει πίσω του διαφορετικές πολιτικές παραδοχές, διαφορετικές διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων και διαφορετικές δυνατότητες εμπλοκής των πολλών ή/και απεύθυνσης προς τους πολλούς – κοντολογίς: διαφορετικά είδη πολιτικής ευφυΐας και πολιτικής ηθικής. Από την άλλη πλευρά, δεν θεωρώ ότι υπάρχουν απροσπέλαστα τείχη μεταξύ όσων επιλέγουν τη μια ή την άλλη μορφή· κάθε επιλογή είναι αποτέλεσμα παραγόντων πολύ πιο σύνθετων από τη βούληση ή τις πεποιθήσεις των δρώντων – σχετίζεται, δηλαδή, με το ιδεολογικό «κλίμα» μιας περιόδου, την πολιτική του κράτους, τις επιλογές των «αντι-δρώντων» (π.χ. νεοφασιστικών ομάδων), αλλά και τον ανταγωνισμό για την επικράτηση στο εσωτερικό των κινημάτων που μας ενδιαφέρουν. Είναι προφανές ότι κάθε επιλογή, όποιες κι αν είναι οι πολιτικές της προϋποθέσεις, έχει πάντα συγκεκριμένες πολιτικές συνέπειες.

Η ιταλική Αριστερά μεταξύ Ιστορικού Συμβιβασμού, ακροαριστερής (και ακροδεξιάς) ένοπλης βίας

Στην –«ιδεώδη», κατά τα άλλα– μεταπολεμική Ευρώπη, η συζήτηση αυτή απασχολεί εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες, ούτε λίγο ούτε πολύ για μια περίοδο που ξεκινά προς τα τέλη του ’60 και φτάνει μέχρι τη δεκαετία του ‘80· η συζήτηση αυτή εκτείνεται, τόσο χρονικά όσο και γεωγραφικά, πολύ πέραν του γαλλικού Μάη - και το θέμα, βεβαίως, δεν εξαντλείται στην αντιπαράθεση επιχειρημάτων. Η ιταλική περίπτωση, στην οποία θα εστιάσω, μου φαίνεται η πιο αντιπροσωπευτική αυτής της περιόδου, η πιο συναρπαστική και μαζί η πιο δραματική από όλες τις ανάλογές της. Κι αυτό, γιατί στην Ιταλία της περιόδου 1968-1980 είναι χιλιάδες αυτοί και αυτές που, χωρίς οικονομία δυνάμεων και συναισθημάτων, αντιπαρατίθενται με την εξουσία σε κάθε γωνιά της χώρας, σε διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους, με διαφορετική ένταση και με όλους τους τρόπους: στα εργοστάσια και στους δρόμους, με ραδιοφωνικούς σταθμούς και περιοδικά, με σαμποτάζ στην παραγωγή και συγκρούσεις με την αστυνομία (και το Κομμουνιστικό Κόμμα…), αλλά και με τα όπλα – σε μαζική μάλιστα κλίμακα, και σε «επικοινωνία» με τη νέα εργατική υποκειμενικότητα.

Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει με αυτά τα κινήματα αν τα δούμε αποκομμένα από το «κλίμα» της εποχής – μιας εποχής ανεπανάληπτης ανθοφορίας κινημάτων, βεβαίως πολέμων, όχι όμως και επαναστάσεων, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Είναι η εποχή του γκεβαρισμού και του «1, 2, 3 πολλά Βιετνάμ», η εποχή της ηρωικής αντίστασης των Βιετκόνγκ, της κινέζικης Πολιτιστικής Επανάστασης και των αλγερινών αυτονομιστών. Η εποχή που η Αριστερά στην Ευρώπη ζει ακόμα με τις μνήμες του φασισμού: «αυτοί θα μας σκοτώσουν όλους, είναι η γενιά του Άουσβιτς», λέει η Γκούντρουν Ένσλιν τον Ιούνιο του ’67, όταν η γερμανική αστυνομία σκοτώνει τον Όνεσοργκ, και πριν η ίδια μπει στη RAF.

Επιστρέφοντας στην Ιταλία, μιλάμε για μια εποχή αθρόας εσωτερικής μετανάστευσης και βίαιης ανασυγκρότησης του καπιταλισμού, και την ίδια στιγμή, μια εποχή όπου ξεδιπλώνεται η νατοϊκή στρατηγική του “stay behind” και η Επιχείρηση «Gladio» (Ξίφος). Στο πλαίσιο της επιχείρησης αυτής, το ιταλικό κράτος εργαλειοποιεί τις νεοφασιστικές ομάδες προκειμένου να αναχαιτίσει την άνοδο του αντικαπιταλισμού, και να οικοδομήσει τη συναίνεση ως προς την ανασυγκρότηση, με «πρώτη ύλη» τον τρόμο. Το Μάρτιο του 1967, με τη μάχη στη Βάλε Τζούλια, όσο και το Δεκέμβρη του 1969, με την πολύνεκρη βομβιστική επίθεση στην πιάτσα Φοντάνα, που πραγματοποιούν φασίστες και επιχειρείται να αποδοθεί σε αναρχικούς, διαγράφεται το πάνω όριο της πολιτικής σύγκρουσης της περιόδου. Χαρακτηριστικό του «ήθους» της εποχής: στο διάστημα 1969-1974, οι επιθέσεις των ακροδεξιών αφήνουν πίσω 63 νεκρούς, εφτά φορές περισσότερους από τα θύματα της δράσης της άκρας Αριστεράς. Δεν είμαι οπαδός της πτωματολογικής ιστορικής ανάλυσης τύπου Μαραντζίδη, προσπαθώ όμως να πω ότι η ένταση της υλικότητας της βίας που χαρακτηρίζει την εποχή, προδίδει μια τυφλή «στρατηγική της έντασης» που ακολουθεί η άκρα δεξιά, βάζοντας στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της αυτοπροστασίας κινημάτων και αγωνιστών.

Στην ίδια συγκυρία, οι απαντήσεις των διάφορων εκδοχών της Αριστεράς είναι πολύ διαφορετικές. Το Κομμουνιστικό Κόμμα ακολουθεί μια στρατηγική που ταυτίζει τον δημοκρατικό με τον ειρηνικό και εκλογικό δρόμο για το σοσιαλισμό. Η αύξηση της εκλογικής του επιρροής, σε πρωτόγνωρα για την Ευρώπη επίπεδα, είναι η μία όψη αυτής της στρατηγικής· η άλλη είναι η προσαρμογή του κόμματος σε θέσεις «αύξησης της παραγωγικότητας» και «αριστερής λιτότητας» σε όλη τη δεκαετία του ’70, διαδρομή που περνά από τον Ιστορικό Συμβιβασμό με τη χριστιανοδημοκρατική Δεξιά και τη μετωπική σύγκρουση με την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Σε ό,τι αφορά την τελευταία, ένα τμήμα της θα περάσει από τον εργατισμό στην Αυτονομία, ενώ ένα άλλο θα στελεχώσει τις ένοπλες οργανώσεις, με κυριότερη τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Η συγκρότηση των Ερυθρών Ταξιαρχιών απαντά στο φόβο ενός επικείμενου πραξικοπήματος, στη συνέχεια ωστόσο αποκτά στρατηγική πρόθεση. Η δράση της οργάνωσης θα «παρακολουθεί» στενά την πολιτική του ιταλικού ΚΚ, γεγονός που μαρτυρά η ένταση της βίας στα διαστήματα ’73-’74 και ’78-’79· χαρακτηριστικό, από την άλλη, είναι πως οι διατάξεις έκτακτης ανάγκης που ενεργοποιεί το ιταλικό κράτος εφαρμόζονται με ζέση από δικαστές μέλη του ΙΚΚ, μολονότι συνιστούν απροσχημάτιστη αμφισβήτηση  δικονομικών εγγυήσεων και, σε πολιτικό επίπεδο, σημαίνουν το τσάκισμα της Αυτονομίας ως «μήτρας» της ακροαριστερής τρομοκρατίας.

Μολονότι οι στατιστικές κρύβουν συχνά περισσότερα απ’ όσα αποκαλύπτουν, είναι ενδεικτικό ότι την εποχή εκείνη την ευθύνη επιθέσεων αναλαμβάνουν 597 οργανώσεις - 484 της άκρας Αριστεράς και 113 της άκρας Δεξιάς. Τις πρώτες οργανώσεις στελεχώνουν αγωνιστές που προέρχονται συχνά από τη Lotta Continua (38%) και την Αυτονομία (84%), με την τελευταία να έχει βρει το όριο της δράσης της ήδη από το 1973. Ο ανταγωνισμός για το ρόλο της ηγεσίας/πρωτοπορίας του κινήματος θα οδηγήσει πολλές από τις οργανώσεις που τηρούσαν κριτική στάση απέναντι στην αριστερή τρομοκρατία να «αναβαθμίσουν» τη δράση τους – να προσπαθήσουν, δηλαδή, να υπερισχύσουν πολιτικά διά της στρατιωτικής οδού. Το αποτέλεσμα αυτής της πλειοδοσίας είναι η συντριπτική πολιτική τους ήττα, καθώς το αίτημα για αποτελεσματικότητα σημαίνει αναγκαστικά την αποκοπή από την ιταλική κοινωνία, την ακραία συνωμοτικότητα και την «αλλαγή κόσμου» των συμμετεχόντων, με προφανές αποτέλεσμα την κατάργηση της όποιας «εσωτερικής δημοκρατίας» μέσα στις οργανώσεις, τον πολλαπλασιασμό των εσωτερικών τους συγκρούσεων και τελικά τη διάλυσή τους. Στα τέλη του ’70, η πολιτική ήττα απλώς θα επικυρωθεί και στο «στρατιωτικό» επίπεδο.

Η κριτική της βίας ως κριτική της πολιτικής

Από τις πιο σοβαρές διαφωνίες που διατυπώθηκαν εξ αριστερών στα συμφραζόμενα του ιταλικού 1968-1980, μου φαίνεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα (και διαχρονική) αυτή του Λουίτζι Φεραγιόλι. Ο Φεραγιόλι παρεμβαίνει ενάντια στην προσπάθεια αποπολιτικοποίησης της ακροαριστερής ένοπλης βίας, στηλιτεύει τη σοσιαλδημοκρατική «αυτονόμηση» της πολιτικής που αντανακλά το παράδειγμα του ιταλικού ΚΚ και, την ίδια στιγμή, υποβάλλει σε οξύτατη κριτική την «εκτροπή» των Ερυθρών Ταξιαρχιών – πάντα από τη σκοπιά του τι είναι χρήσιμο για μία σύγχρονη αντικαπιταλιστική στρατηγική.

Με αξιοσημείωτη λοιπόν διεισδυτικότητα, ο Φεραγιόλι θα διαπιστώσει το αναγκαίο ορισμένων αποσαφηνίσεων όσον αφορά τη βία, καθώς στη δημόσια συζήτηση περί τρομοκρατίας ο ίδιος έχει εντοπίσει τις προσπάθειες πολιτικής και ηθικής απονομιμοποίησης (ή και ποινικοποίησης) ριζοσπαστικών φαινομένων κοινωνικής ανυπακοής. Ο ίδιος θα ξεχωρίσει δύο εκδοχές άσκησης βίας στα συμφραζόμενα της αντικαπιταλιστικής αμφισβήτησης: την πολιτική και την κοινωνική. Παρατηρεί ότι η πρώτη «μιλάει» συχνά για τον εαυτό της ως εάν να επρόκειτο για τη δεύτερη.
Ο Φεραγιόλι ορίζει την πολιτική βία ως βία που έχει πάντα στρατηγική πρόθεση («επιλέγεται ή υποδεικνύεται ή υποστηρίζεται σαν ειδική και απαραίτητη μορφή της επαναστατικής δράσης: σαν καθήκον ή αξία»)· υποστηρίζει δε ότι από τη δεύτερη, την κοινωνική (μορφές συλλογικής βίας που συνοδεύουν παραδοσιακά αυθόρμητες εξεγέρσεις και είναι μη προγραμματισμένες: καταλήψεις γαιών, επιθέσεις εναντίον κρατικών εγκαταστάσεων, συγκρούσεις με την αστυνομία, δολιοφθορές κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης) λείπει ο στρατηγικός σχεδιασμός [1].

Συνεχίζοντας τις διακρίσεις, ο Φεραγιόλι ξεχωρίζει δύο πρότυπα πολιτικής βίας, το γιακωβίνικο και το ακτιβιστικό.

Το γιακωβίνικο πρότυπο θα συνδεθεί με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Πρόκειται για ένα κανονιστικό πρότυπο βίας που «ταιριάζει» στη σταλινική πολιτική φιλοσοφία, καθώς προσπαθεί να επαναφέρει στην τάξη το παρόν με μέσα που νομιμοποιούν ο ηθικός καθαγιασμός του σκοπού και ένας βολονταριστικός σχεδιασμός της ιστορικής ανάπτυξης. Στο πρότυπο αυτό, ο Φεραγιόλι θα δει μια αστικής υφής αυτονόμηση της πολιτικής από την κοινωνία, κοινή στην παράδοση του πολιτικού ρεαλισμού και του βολονταρισμού από τον Μακιαβέλι ως τον Καρλ Σμιτ. Στο ίδιο πρότυπο, ο Φεραγιόλι βλέπει ψήγματα μιας αστικής ηθικής της θυσίας και μια παροιμιώδη αδιαφορία για την ηθική συμβατότητα μέσων και σκοπού (κατ΄ αναλογία με τα καθεστώτα του μη υπαρκτού, όπου η ιδέα της απονέκρωσης του κράτους δικαιολογεί, προσωρινά, την απεριόριστη ενίσχυσή του).

Αν στο γιακωβίνικο πρότυπο θριαμβεύει η ηθική, στο ακτιβιστικό αποθεώνεται η αισθητική. Εδώ η βία υποκαθιστά την πολιτική ισχύ: δεν είναι αιτία μετασχηματισμού, αλλά προϊόν καταπίεσης. Αποτελεί δε μια «εκπροσώπηση» βίας, τόσο γιατί διαπράττεται στο όνομα της εργατικής τάξης, όσο και γιατί είναι συμβολική, συμβολοποιεί δηλαδή τη σύγκρουση αντί να την υλοποιεί. Τα δύο πρότυπα, γιακωβίνικο και ακτιβιστικό, συναντιούνται: και τα δύο προσωποποιούν τις αντιμαχόμενες τάξεις και απεικονίζουν την ταξική σύγκρουση σαν ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα σε αντίπαλους στρατούς ή ομάδες.

Σύμφωνα με το Φεραγιόλι, η πρακτική του τρόμου σήμερα για τον σοσιαλισμό αύριο απέτυχε να «επιταχύνει» την ιστορία. Χρειάζεται λοιπόν να εγκαταλειφθεί, ως μέρος του αστικού πολιτικού παραδείγματος. Όχι όμως χάριν του πασιφισμού, αλλά μιας βίας (και ένοπλης) που αντλεί τη νομιμοποίησή της ως βία αμυντική και προστατευτική της ζωής και της ακεραιότητας, απέναντι στην πρωταρχική βία του κράτους και του κεφαλαίου.

[1] Η έλλειψη αυτή δεν αναιρεί τα ίχνη της δράσης αυτής στους θεσμούς –τυπικό παράδειγμα, εδώ, το αγγλικό Σύνταγμα των αρχών του 20ου αιώνα.

Το κείμενο αποτελεί παρέμβαση στην ανοιχτή εκδήλωση με θέμα «Αριστερά και βία», που οργάνωσε η Λέσχη «Εκτός Γραμμής» το Σάββατο 26.11.2011.
___________________

Αναφορές

Sιdney Tarrow (1990), Democrazia e Disordine, Movimenti di protesta e politica in Italia 1965-1975, Laterza
Isabelle Sommier (2011), Η επαναστατική βία. Oργανώσεις, διαδικασίες, αδιέξοδα, Σαββάλας
Συλλογικό (2010), AUTONOMIA – απόψεις, αγώνες, μαρτυρίες των Ιταλών Αυτόνομων (1970 – 1980), Έκδοση της Λέσχης Κατασκόπων του 21ου Αιώνα
Λουίτζι Φεραγιόλι (1985), Βία και Πολιτική, Στοχαστής
Tano d΄ Amico, I libri, le parole, le fotografie http://www.arengario.it/tano/
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: